- χιονόμετρο
- τοόργανο για τη μέτρηση του χιονιού που πέφτει σ’ έναν τόπο για ορισμένο χρονικό διάστημα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
χιονόμετρο — Όργανο που χρησιμεύει στη μέτρηση του χιονιού που έπεσε στο έδαφος. Ο υπολογισμός γίνεται ή με τη ζύγιση του χιονιού ή με τη μέτρηση του ύψους του νερού, που προήλθε από την τήξη του χιονιού. Ορισμένοι τύποι χ. μετρούν την πυκνότητα του χιονιού,… … Dictionary of Greek
μέτρο — Υπόγειος ηλεκτρικός σιδηρόδρομος, που έχει ως βασικά χαρακτηριστικά γνωρίσματα τη μεγάλη ταχύτητα μεταφοράς, την πυκνότητα των σταθμών ανάμεσα στην αφετηρία και στο τέρμα (500 1000μ.) καθώς και την αξιοπιστία ως μέσο μεταφοράς. Οι σιδηροδρομικές… … Dictionary of Greek
χιονομετρικός — ή, ό, Ν [χιονομετρία] (μετεωρ.) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη χίονομετρία και στο χιονόμετρο … Dictionary of Greek